- τιμολόγηση
- η, Ν [τιμολογώ]η διαδικασία καθορισμού τής τιμής πώλησης ενός προϊόντος η οποία θα πρέπει να καλύπτει το μέσο κόστος παραγωγής συν το κέρδος τού επιχειρηματία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμολόγηση — η τελικός προσδιορισμός της τιμής των εμπορευμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… … Dictionary of Greek
προτιμολόγηση — η, Ν [προτιμολογώ] προκαταβολικός υπολογισμός τής τιμής εμπορεύματος, τιμολόγηση πριν από την ολοκλήρωση εμπορικής πράξης … Dictionary of Greek
τιμολογιακός — ή, ό, Ν [τιμολόγιο] ο σχετικός με το τιμολόγιο ή την τιμολόγηση («τιμολογιακή πολιτική») … Dictionary of Greek
υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… … Dictionary of Greek
υπερτιμολόγηση — η, Ν (οικον.) τιμολόγηση για ποσό μεγαλύτερο από την αξία αγαθού ή παροχής υπηρεσίας … Dictionary of Greek
Καντόροβιτς, Λεονίντ Βιταλίεβιτς — (Leonid Vitaliyevich Kantorovich, Αγία Πετρούπολη 1912 – 1986). Ρώσος μαθηματικός. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, από το οποίο αποφοίτησε το 1930. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek